φιλοτήσιος

φιλοτήσιος
-ία, -ον, ΜΑ, θηλ. και -ος, και φιλητήσιος, -ία, -ον, και δωρ. τ. φιλοτάσιος, -ον, Α
1. αυτός που γίνεται από φιλία, από αγάπη
2. αυτός που προκαλεί, που δημιουργεί φιλία
3. (κατ' επέκτ.) ευάρεστος, προσφιλής («φιλοτήσιον βρῶμα συσκευάζομεν», Ευστ.)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. βλ. φιλοτησία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοτήσιον
ομάδα εταίρων που μετείχαν σε συμπόσιο ανδρών
3. φρ. α) «φιλοτήσια ἔργα» — συνουσία (Ησύχ.)
β) «φιλοτήσιος χορός» — ομάδα εταίρων (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλότης, -ητος + κατάλ. -ιος με συριστικοποίηση τού -τ- πριν από το -ι-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλοτήσιος — of friendship masc nom sg φιλοτήσιος of friendship masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτήσιον — φιλοτήσιος of friendship masc acc sg φιλοτήσιος of friendship neut nom/voc/acc sg φιλοτήσιος of friendship masc/fem acc sg φιλοτήσιος of friendship neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτησίου — φιλοτήσιος of friendship masc/neut gen sg φιλοτήσιος of friendship masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτησίῳ — φιλοτήσιος of friendship masc/neut dat sg φιλοτήσιος of friendship masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτήσια — φιλοτήσιος of friendship neut nom/voc/acc pl φιλοτήσιος of friendship neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτήσιε — φιλοτήσιος of friendship masc voc sg φιλοτήσιος of friendship masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτησίαις — φιλοτήσιος of friendship fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτησίῃ — φιλοτήσιος of friendship fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • φιλοτασίῳ — φιλοτᾱσίῳ , φιλοτήσιος of friendship masc/neut dat sg (doric) φιλοτᾱσίῳ , φιλοτήσιος of friendship masc/fem/neut dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”